σύγγραμμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σύγγραμμα | τα | συγγράμματα |
| γενική | του | συγγράμματος | των | συγγραμμάτων |
| αιτιατική | το | σύγγραμμα | τα | συγγράμματα |
| κλητική | σύγγραμμα | συγγράμματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σύγγραμμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύγγραμμα[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsiɲ.ɣɾa.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύγ‐γραμ‐μα
Ουσιαστικό
σύγγραμμα ουδέτερο
- επιστημονικό βιβλίο, δοκίμιο, διατριβή, γνωστικό εγχειρίδιο, πνευματικό έργο
- ※ Είχε μια τεράστια βιβλιοθήκη, κυρίως με επιστημονικά συγγράμματα. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
Αναφορές
- σύγγραμμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.