γραμματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γραμματικός | η | γραμματική | το | γραμματικό |
| γενική | του | γραμματικού | της | γραμματικής | του | γραμματικού |
| αιτιατική | τον | γραμματικό | τη | γραμματική | το | γραμματικό |
| κλητική | γραμματικέ | γραμματική | γραμματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γραμματικοί | οι | γραμματικές | τα | γραμματικά |
| γενική | των | γραμματικών | των | γραμματικών | των | γραμματικών |
| αιτιατική | τους | γραμματικούς | τις | γραμματικές | τα | γραμματικά |
| κλητική | γραμματικοί | γραμματικές | γραμματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία 1
- γραμματικός < [1]
- που αναφέρεται στα γράμματα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γραμματικός (που γνωρίζει καλά τα γράμματα, που μπορεί να τα διδάξει) < αρχαία ελληνική γράφω
- που έχει σχέση με τη γραμματική < γραμματικ(ή) + -ός
Επίθετο
γραμματικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στα γράμματα και τις γνώσεις
- ↪ έχει γραμματικές γνώσεις
- που αναφέρεται στη γραμματική
- ↪ γραμματικοί κανόνες, γραμματικό γένος
- η μορφή που μπορει να πάρει μια λέξη
- ↪ γραμματικοί τύποι ρημάτων, ουσιαστικών
- που αναφέρεται κυριολεκτικά ή μεταφορικά σε γράμμα και σε λέξη
- ↪ γραμματική ερμηνεία του νόμου είναι η κατά γράμμα ερμηνεία του, η κατ' άλλους η αυστηρή και κατ' άλλους η απόλυτα σωστή, επειδή ακριβώς μένει στο τυπικό και δεν παρεκκλίνει σε υποκειμενικές εκτιμήσεις
Μεταφράσεις
που έχει σχέση με τη γραμματική
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γραμματικός | οι | γραμματικοί |
| γενική | του | γραμματικού | των | γραμματικών |
| αιτιατική | τον | γραμματικό | τους | γραμματικούς |
| κλητική | γραμματικέ | γραμματικοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- γραμματικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γραμματικός, ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου γραμματικός
Ουσιαστικό
γραμματικός αρσενικό
- (λαϊκότροπο, επάγγελμα) ο γραμματέας
- (φιλολογία, ιστορία) ονομασία των φιλολόγων της Αλεξάνδρειας στην ελληνιστική περίοδο
- ↪ οι αλεξανδρινοί γραμματικοί
Μεταφράσεις
γραμματέας
|
Αναφορές
- γραμματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.