συντακτικό

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συντακτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συντακτικός (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /sin.da.ktiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συντακτικό
παλιότερος συλλαβισμός: συντακτικός

Ουσιαστικό

συντακτικό ουδέτερο στον ενικό

  1. (γλωσσολογία) το τμήμα της γραμματικής που περιέχει κανόνες για τη δομή και τη λειτουργία μιας γλώσσας
    απαιτείται καλή γνώση του συντακτικού για τη μετάφραση του κειμένου
  2. (συνεκδοχικά) μάθημα που ασχολείται με τους συντακτικούς κανόνες μιας γλώσσας
    θα κάνουμε συντακτικό σήμερα
  3. (συνεκδοχικά) βιβλίο ή σύγγραμμα που παρουσιάζει και μελετά τους κανόνες αυτούς
    είναι πολύ καλό αυτό το συντακτικό
  4. (πληροφορική) το σύνολο των κανόνων της διατύπωσης των εντολών σε μια γλώσσα προγραμματισμού

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

συντακτικό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.