επιλήψιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιλήψιμος | η | επιλήψιμη | το | επιλήψιμο |
| γενική | του | επιλήψιμου | της | επιλήψιμης | του | επιλήψιμου |
| αιτιατική | τον | επιλήψιμο | την | επιλήψιμη | το | επιλήψιμο |
| κλητική | επιλήψιμε | επιλήψιμη | επιλήψιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιλήψιμοι | οι | επιλήψιμες | τα | επιλήψιμα |
| γενική | των | επιλήψιμων | των | επιλήψιμων | των | επιλήψιμων |
| αιτιατική | τους | επιλήψιμους | τις | επιλήψιμες | τα | επιλήψιμα |
| κλητική | επιλήψιμοι | επιλήψιμες | επιλήψιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιλήψιμος < επιλαμβάνω
Συνώνυμα
- επίμεπτος
- μεμπτός
- κατακριτέος
Αντώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
επιλήψιμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.