βρομισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βρομισμένος | η | βρομισμένη | το | βρομισμένο |
| γενική | του | βρομισμένου | της | βρομισμένης | του | βρομισμένου |
| αιτιατική | τον | βρομισμένο | τη | βρομισμένη | το | βρομισμένο |
| κλητική | βρομισμένε | βρομισμένη | βρομισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βρομισμένοι | οι | βρομισμένες | τα | βρομισμένα |
| γενική | των | βρομισμένων | των | βρομισμένων | των | βρομισμένων |
| αιτιατική | τους | βρομισμένους | τις | βρομισμένες | τα | βρομισμένα |
| κλητική | βρομισμένοι | βρομισμένες | βρομισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.