λερός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λερός | η | λερή | το | λερό |
| γενική | του | λερού | της | λερής | του | λερού |
| αιτιατική | τον | λερό | τη | λερή | το | λερό |
| κλητική | λερέ | λερή | λερό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λεροί | οι | λερές | τα | λερά |
| γενική | των | λερών | των | λερών | των | λερών |
| αιτιατική | τους | λερούς | τις | λερές | τα | λερά |
| κλητική | λεροί | λερές | λερά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λερός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὀλερός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /leˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐ρός
Επίθετο
λερός, -ή, -ό
- ακάθαρτος, βρόμικος
- ※ Τ' άλλο απόγευμα έμπαινε στην Καλαμάτα μ' ένα τρύπιο βρακί κι ένα λερό πουκάμισο.
- Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν, 1938-1941
- ※ Τ' άλλο απόγευμα έμπαινε στην Καλαμάτα μ' ένα τρύπιο βρακί κι ένα λερό πουκάμισο.
Αναφορές
- λερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.