βρομάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βρομάω < βρομ(ώ + -άω  δείτε τη λέξη βρομώ για την ετυμολογία και τη γραφή με όμικρον

Προφορά

ΔΦΑ : /vɾoˈma.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρομάω

Ρήμα

βρομάω, -άς, -άει.../(βρομώ), πρτ.: βρόμαγα/βρομούσα, αόρ.: βρόμησα[1] (χωρίς παθητική φωνή)

  1. έχω άσχημη οσμή
  2. (μεταφορικά) υπάρχουν ξεκάθαρα στοιχεία που δείχνουν διαφθορά, ανήθικες πράξεις κλπ.
    η κατάσταση στο κόμμα βρομάει από μακριά
     συνώνυμα: όζω (λόγιο)
  3. σαπίζω, χαλάω (κυρίως για φαγητό)
  4. (συνεκδοχικά) είμαι ακάθαρτος, άπλυτος

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • βρομάω ολόκληρος: επιτατική έκφραση για το: είμαι πάρα πολύ βρόμικος
  • το ψάρι βρομάει απ' το κεφάλι: η διαφθορά ξεκινά από τις ανώτερες θέσεις μιας οργάνωσης ή ομάδας

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. βρόμησα - Για τη γραφή βρόμισα, δείτε το ρήμα βρομίζω.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.