ακάθαρτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακάθαρτος | η | ακάθαρτη | το | ακάθαρτο |
| γενική | του | ακάθαρτου | της | ακάθαρτης | του | ακάθαρτου |
| αιτιατική | τον | ακάθαρτο | την | ακάθαρτη | το | ακάθαρτο |
| κλητική | ακάθαρτε | ακάθαρτη | ακάθαρτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακάθαρτοι | οι | ακάθαρτες | τα | ακάθαρτα |
| γενική | των | ακάθαρτων | των | ακάθαρτων | των | ακάθαρτων |
| αιτιατική | τους | ακάθαρτους | τις | ακάθαρτες | τα | ακάθαρτα |
| κλητική | ακάθαρτοι | ακάθαρτες | ακάθαρτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακάθαρτος < αρχαία ελληνική ἀκάθαρτος < α- + καθαίρω
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.