βρομερός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βρομερός η βρομερή το βρομερό
      γενική του βρομερού της βρομερής του βρομερού
    αιτιατική τον βρομερό τη βρομερή το βρομερό
     κλητική βρομερέ βρομερή βρομερό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βρομεροί οι βρομερές τα βρομερά
      γενική των βρομερών των βρομερών των βρομερών
    αιτιατική τους βρομερούς τις βρομερές τα βρομερά
     κλητική βρομεροί βρομερές βρομερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βρομερός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βρομερός < βρόμα + -ερός[1]

Επίθετο

βρομερός, -ή, -ό

  1. που μυρίζει άσχημα, που βρομάει, που ζέχνει
  2. βρόμικος, ρυπαρός, γεμάτος βρόμα
  3. (μεταφορικά) αισχρός, ανήθικος

  • συχνή η σφαλερή γραφή με ωμέγα βρω-  δείτε τη λέξη βρομώ για την ορθογραφία

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.