αβρόμιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβρόμιστος η αβρόμιστη το αβρόμιστο
      γενική του αβρόμιστου της αβρόμιστης του αβρόμιστου
    αιτιατική τον αβρόμιστο την αβρόμιστη το αβρόμιστο
     κλητική αβρόμιστε αβρόμιστη αβρόμιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβρόμιστοι οι αβρόμιστες τα αβρόμιστα
      γενική των αβρόμιστων των αβρόμιστων των αβρόμιστων
    αιτιατική τους αβρόμιστους τις αβρόμιστες τα αβρόμιστα
     κλητική αβρόμιστοι αβρόμιστες αβρόμιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αβρόμιστος < α- + βρομίζω + -τος

Επίθετο

αβρόμιστος, -η, -ο

  1. που δεν έχει βρομίσει, δεν έχει λερωθεί
  2. (τρόφιμο) που δεν αναδύει άσχημη οσμή λόγω της αποσύνθεσης

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.