βρῶμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | βρῶμᾰ | τὰ | βρώμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | βρώμᾰτος | τῶν | βρωμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | βρώμᾰτῐ | τοῖς | βρώμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | βρῶμᾰ | τὰ | βρώμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | βρῶμᾰ | βρώμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βρώμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βρωμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
βρῶμα ουδέτερο
- τροφή, φαγητό
- σκοροφαγωμένο
- πληγή
- κουφάλα (δοντιού)
- (στον πληθυντικό) βρομιά, ακαθαρσία, ρύπος
- ※ καθαρίζον πάντα τὰ βρώματα (Κατά Μάρκον, 7.19)
- και στην καθαρεύουσα βρῶμα: το φαγητό, το έδεσμα
- ※ Τὰ δὲ σηκωτάκια καὶ ἄλλα ἐντόσθια, […] ἦσαν δι’ αὐτὸν βρῶμα κατ’ ἐξοχὴν προτιμητέον. (Χαράλαμπος Άννινος, Αττικαί ημέραι)
Αναφορές
- «βρώση» & ετυμολογικό πεδίο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- βρῶμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βρῶμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.