βρόμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βρόμα | οι | βρόμες |
| γενική | της | βρόμας | — | |
| αιτιατική | τη | βρόμα | τις | βρόμες |
| κλητική | βρόμα | βρόμες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvɾo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρό‐μα
- τονικό παρώνυμο: βρομά
Ουσιαστικό
βρόμα θηλυκό
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
- βρόμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.