βρόμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βρόμα οι βρόμες
      γενική της βρόμας
    αιτιατική τη βρόμα τις βρόμες
     κλητική βρόμα βρόμες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βρόμα < μεσαιωνική ελληνική *βρόμα (όπως βρομιάρης)[1] < αρχαία ελληνική βρομέω / βρομῶ < βρέμω. Για τη γραφή με όμικρον ή ωμέγα  δείτε τη λέξη βρομώ

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvɾo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρόμα
τονικό παρώνυμο: βρομά

Ουσιαστικό

βρόμα θηλυκό

  1. δυσάρεστη μυρωδιά
     συνώνυμα: δυσοσμία
  2. η έλλειψη καθαριότητας
    το σπίτι είναι μες στη βρόμα, έχουμε να καθαρίσουμε δυο βδομάδες
     συνώνυμα: ακαθαρσία
  3. για πράξη ανήθικη
    έκφραση: βγάζω βρόμα (αποκαλύπτω σκάνδαλα και προστυχιές)
  4. (μεταφορικά) ανήθικη, πρόστυχη γυναίκα

Εκφράσεις

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη βρομάω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.