κηλιδωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κηλιδωμένος η κηλιδωμένη το κηλιδωμένο
      γενική του κηλιδωμένου της κηλιδωμένης του κηλιδωμένου
    αιτιατική τον κηλιδωμένο την κηλιδωμένη το κηλιδωμένο
     κλητική κηλιδωμένε κηλιδωμένη κηλιδωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κηλιδωμένοι οι κηλιδωμένες τα κηλιδωμένα
      γενική των κηλιδωμένων των κηλιδωμένων των κηλιδωμένων
    αιτιατική τους κηλιδωμένους τις κηλιδωμένες τα κηλιδωμένα
     κλητική κηλιδωμένοι κηλιδωμένες κηλιδωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κηλιδωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κηλιδώνω

Μετοχή

κηλιδωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

(δείτε και κηλιδωτός, η διαφοροποίηση δεν υπάρχει σε όλες τις γλώσσες)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.