dirty
Αγγλικά (en)
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | dirty |
| συγκριτικός | dirtier |
| υπερθετικός | dirtiest |
dirty (en)
- βρόμικος, λερωμένος, δεν είναι καθαρό
- (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) βρόμικος, πρόστυχος, σόκιν, σχετίζεται με το σεξ με προσβλητικό τρόπο
- (συνήθως πριν από το ουσιαστικό, ανεπίσημο) βρόμικος, δυσάρεστο ή ανέντιμο
- ↪ dirty money - βρόμικο χρήμα
- ↪ a dirty player - βρόμικος παίχτης
- ↪ I don’t trust him he’s a dirty man.
- Δεν του ΄χω εμπιστοσύνη, είναι βρόμικος άνθρωπος.
- ↪ The played a dirty trick on me.
- Μου έπαιξαν βρόμικο παιχνίδι.
- ↪ I got tied up in some dirty affairs.
- Έμπλεξα σε βρόμικες υποθέσεις.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) λερωμένος, για ένα χρώμα που δεν είναι φωτεινό
- ↪ a dirty yellow - λερωμένο κίτρινο
- (πληροφορική) οτιδήποτε περιέχει δεδομένα που δεν έχουν ενημερώσει αρχεία, που δεν έχουν γραφτεί μόνιμα σε δευτερεύουσα μνήμη (πχ. σκληρό δίσκο)
Εκφράσεις
Ρήμα
| ενεστώτας | dirty |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | dirties |
| αόριστος | dirtied |
| παθητική μετοχή | dirtied |
| ενεργητική μετοχή | dirtying |
dirty (en)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.