βελονιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βελονιάζω < βελόν(α) + -ιάζω

Προφορά

ΔΦΑ : /ve.loˈɲa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βελονιάζω

Ρήμα

βελονιάζω, αόρ.: βελόνιασα, παθ.φωνή: βελονιάζομαι, π.αόρ.: βελονιάστηκα, μτχ.π.π.: βελονιασμένος

  1. περνώ από την τρύπα ενός βελονιού μια κλωστή
  2. (κατ’ επέκταση) ράβω (πρόχειρα)
  3. (κατ’ επέκταση) αρμαθιάζω

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη βελόνα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.