βελονιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βελονιά οι βελονιές
      γενική της βελονιάς των βελονιών
    αιτιατική τη βελονιά τις βελονιές
     κλητική βελονιά βελονιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βελονιά < βελόνα + -ιά

Ουσιαστικό

βελονιά θηλυκό

  1. το πέρασμα της κλωστής με βελόνα μέσα από ύφασμα που ράβεται ή κεντιέται
    • είδος ραφής, ανάλογα με τον τρόπο που περνιέται η βελόνα και το σχήμα που εμφανίζει η κλωστή πάνω στο ραμμένο ύφασμα
  2. οξύς πόνος που μοιάζει με τρύπημα από βελόνα

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.