βελονοθεραπεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βελονοθεραπεία | οι | βελονοθεραπείες |
| γενική | της | βελονοθεραπείας | των | βελονοθεραπειών |
| αιτιατική | τη | βελονοθεραπεία | τις | βελονοθεραπείες |
| κλητική | βελονοθεραπεία | βελονοθεραπείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ve.lo.no.θe.ɾaˈpi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βε‐λο‐νο‐θε‐ρα‐πεί‐α
Συνώνυμα
Συγγενικά
- βελονοθεραπευτικός
- → δείτε τις λέξεις βελόνα και θεραπεία
Μεταφράσεις
βελονοθεραπεία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.