βελονισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βελονισμός | οι | βελονισμοί |
| γενική | του | βελονισμού | των | βελονισμών |
| αιτιατική | τον | βελονισμό | τους | βελονισμούς |
| κλητική | βελονισμέ | βελονισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βελονισμός < βελόνα + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική acupuncture)

πρακτική βελονισμού
Ουσιαστικό
βελονισμός αρσενικό
- (ιατρική) παραδοσιακή κινέζικη θεραπευτική τεχνική που συνίσταται στη χρήση βελονών οι οποίες τοποθετούνται σε συγκεκριμένα σημεία του σώματος για να θεραπεύσουν τον πόνο ή κάποιες ασθένειες
- αν και ο βελονισμός δεν είναι επιστημονικά θεμελιωμένος σύμφωνα με τα πρότυπα της δυτικής ιατρικής, χιλιάδες ασθενείς σε όλον τον κόσμο καταφεύγουν σε αυτόν ως μια μορφή εναλλακτικής θεραπείας
Συγγενικά
- βελονιστής
- βελονίστρια
- → δείτε τη λέξη βελόνα
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.