καλτσοβελόνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καλτσοβελόνα | οι | καλτσοβελόνες |
| γενική | της | καλτσοβελόνας | των | καλτσοβελονών |
| αιτιατική | την | καλτσοβελόνα | τις | καλτσοβελόνες |
| κλητική | καλτσοβελόνα | καλτσοβελόνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
καλτσοβελόνα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.