αρμενοβελόνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αρμενοβελόνα | οι | αρμενοβελόνες |
| γενική | της | αρμενοβελόνας | των | αρμενοβελόνων |
| αιτιατική | την | αρμενοβελόνα | τις | αρμενοβελόνες |
| κλητική | αρμενοβελόνα | αρμενοβελόνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αρμενοβελόνα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.