βελονίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βελονίστρια | οι | βελονίστριες |
| γενική | της | βελονίστριας | των | βελονιστριών |
| αιτιατική | τη | βελονίστρια | τις | βελονίστριες |
| κλητική | βελονίστρια | βελονίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βελονίστρια < βελονιστής + -τρια < βελονισμός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις βελονισμός και βελόνα
Μεταφράσεις
βελονίστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.