εξηνταβελόνης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξηνταβελόνης οι εξηνταβελόνηδες
      γενική του εξηνταβελόνη των εξηνταβελόνηδων
    αιτιατική τον εξηνταβελόνη τους εξηνταβελόνηδες
     κλητική εξηνταβελόνη εξηνταβελόνηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξηνταβελόνης < εξηντα- + βελόν(ι) + -ης

Ουσιαστικό

εξηνταβελόνης αρσενικό

  • (ειρωνικό, μειωτικό) ο τσιγκούνης
      Εξηνταβελόνης (ωνομάσθη άπό τον ευφυέστατον μεταφραστήν του Μολλιερικού Φιλάργυρου ο εις άκρον φιλάργυρος, καθώς και άπό τους αρχαίους ωνομάζετο με διάφορα, τής αυτής ιδέας ηχόμενα, γελοία επίθετα) . Κυμινοπρίστης, καρδαμογλύφος , παρακρουσιχοίνιχος, κίμβιξ, κνιπός και σκνιπός και σκνιφός, ανελεύθερος, μι(σμι)χρολόγος, ρυπαρός.
    Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου (1857) Λεξικόν της καθ' ημάς ελληνικής διαλέκτου

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.