σταυροβελονιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταυροβελονιά οι σταυροβελονιές
      γενική της σταυροβελονιάς των σταυροβελονιών
    αιτιατική τη σταυροβελονιά τις σταυροβελονιές
     κλητική σταυροβελονιά σταυροβελονιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σταυροβελονιά < σταυρο- + βελονιά
απλή σταυροβελονιά

Ουσιαστικό

σταυροβελονιά θηλυκό

  1. τρόπος κεντήματος σύμφωνα με το οποίο η κλωστή περνιέται σταυρωτά και σχηματίζει το γράμμα «Χ»
  2. (συνεκδοχικά) το εργόχειρο που δημιουργείται με σταυροβελονιά


Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.