βελόνιασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βελόνιασμα τα βελονιάσματα
      γενική του βελονιάσματος των βελονιασμάτων
    αιτιατική το βελόνιασμα τα βελονιάσματα
     κλητική βελόνιασμα βελονιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βελόνιασμα < (βελονιάζω) βελονιασ- + -μα

Προφορά

ΔΦΑ : /veˈlo.ɲa.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βελόνιασμα

Ουσιαστικό

βελόνιασμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.