βελόνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βελόνι | τα | βελόνια |
| γενική | του | βελονιού | των | βελονιών |
| αιτιατική | το | βελόνι | τα | βελόνια |
| κλητική | βελόνι | βελόνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βελόνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βελόνιν < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βελόνη < βέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷelos
Προφορά
- ΔΦΑ : /veˈlo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βε‐λό‐νι
- ομόηχο: βελόνη
Ουσιαστικό
βελόνι ουδέτερο
Μεταφράσεις
βελόνι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.