βελόνες

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

βελόνες θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βελόνα
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βελόνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.