κλωστή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κλωστή | οι | κλωστές |
| γενική | της | κλωστής | των | κλωστών |
| αιτιατική | την | κλωστή | τις | κλωστές |
| κλητική | κλωστή | κλωστές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλωστή < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κλωστή < αρχαία ελληνική θηλυκό του επιθέτου κλωστός < κλώθω
Προφορά
- ΔΦΑ : /kloˈsti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλω‐στή
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.