πλέξιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλέξιμο τα πλεξίματα
      γενική του πλεξίματος των πλεξιμάτων
    αιτιατική το πλέξιμο τα πλεξίματα
     κλητική πλέξιμο πλεξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλέξιμο < πλέκ(ω) + -ιμο

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈple.ksi.mo/
την ώρα του πλεξίματος

Ουσιαστικό

πλέξιμο ουδέτερο

  1. η ενέργεια του πλέκω
    η μαμά μου είναι καταπληκτική στο πλέξιμο
    οι βελόνες πλεξίματος έχουν διαφορετικό πάχος η καθεμιά
  2. το στυλ πλεξίματος, η πλέξη
    πλέξιμο με πισωβελονιά
  3. το πλεκτό
    έφερα το πλέξιμό μου, για να πλέξουμε μαζί

Συγγενικά

Αναφορές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.