αυγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυγή | οι | αυγές |
| γενική | της | αυγής | των | αυγών |
| αιτιατική | την | αυγή | τις | αυγές |
| κλητική | αυγή | αυγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Αυγή, ανατολή ήλιου.
Ετυμολογία
- αυγή < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή αὐγή (αρχαία σημασία: φως ήλιου)
- Δείτε και Αύγουστος, λατινική Augustus < augeo (αυξάνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα h₂ewg-
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈvʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐γή
Ουσιαστικό
αυγή θηλυκό
Συνώνυμα
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
αυγ-
αυγ-
- αδιαύγεια
- ακαταύγαστος
- άναυγος
- ανταυγάζω, ανταυγάζομαι
- ανταύγασμα
- ανταυγαστήρας
- ανταύγεια
- απαυγάζω
- απαύγασμα
- απαυγασμένος
- απαυγασμός
- αυγάζω, αυγάζομαι & σύνθετα
- αύγασμα
- αυγερινά (επίρρημα)
- Αυγερινός, αυγερινός
- αυγερώνομαι
- Αυγή (όνομα)
- αυγίζει
- αυγινά (επίρρημα)
- αυγινή (ουσιαστικό)
- αυγινόδροσο
- αυγινός
- αυγινόφωτος
- αύγιος
- αυγίτης (ορυκτολογία)
- αυγίτσα (υποκοριστικό)
- αυγίχρωμος
- αυγούλα (υποκοριστικό)
- ανταύγεια
- γλυκαυγή
- διαυγάζω
- διαύγεια
- διαυγής, διαυγές
- διαυγώς
- δροσαυγή
- ηλεκτροφωταύγεια
- καταυγάζω, καταυγάζομαι
- καταύγασμα
- καταυγασμένος
- καταυγασμός
- καταυγαστήρας
- καταύγεια
- κονταυγή
- κονταυγίς
- λευκαύγεια
- λευκαυγής, λευκαυγές
- λυκαυγή
- λυκαυγής, λυκαυγές
- λυκαυγίζω
- λυκαύγισμα
- περιαυγάζω, περιαυγάζομαι
- περιαύγαση
- ροδαυγή
- ροδαυγούλα
- σύναυγα
- τηλαυγής, τηλαυγές
- τηλαυγώς
- φωταύγεια
- φωταυγή
- χαραυγή
- χημειοφωταύγεια
- χρυσαυγένιος
- χρυσαυγή
- χρυσαυγούλα
Μεταφράσεις
Πηγές
- *αυγ* - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.