καταυγάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καταυγάζομαι | καταυγαζόμουν(α) | θα καταυγάζομαι | να καταυγάζομαι | ||
| β' ενικ. | καταυγάζεσαι | καταυγαζόσουν(α) | θα καταυγάζεσαι | να καταυγάζεσαι | (καταυγάζου) | |
| γ' ενικ. | καταυγάζεται | καταυγαζόταν(ε) | θα καταυγάζεται | να καταυγάζεται | ||
| α' πληθ. | καταυγαζόμαστε | καταυγαζόμαστε καταυγαζόμασταν |
θα καταυγαζόμαστε | να καταυγαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | καταυγάζεστε | καταυγαζόσαστε καταυγαζόσασταν |
θα καταυγάζεστε | να καταυγάζεστε | (καταυγάζεστε) | |
| γ' πληθ. | καταυγάζονται | καταυγάζονταν καταυγαζόντουσαν |
θα καταυγάζονται | να καταυγάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καταυγάστηκα | θα καταυγαστώ | να καταυγαστώ | καταυγαστεί | ||
| β' ενικ. | καταυγάστηκες | θα καταυγαστείς | να καταυγαστείς | καταυγάσου | ||
| γ' ενικ. | καταυγάστηκε | θα καταυγαστεί | να καταυγαστεί | |||
| α' πληθ. | καταυγαστήκαμε | θα καταυγαστούμε | να καταυγαστούμε | |||
| β' πληθ. | καταυγαστήκατε | θα καταυγαστείτε | να καταυγαστείτε | καταυγαστείτε | ||
| γ' πληθ. | καταυγάστηκαν καταυγαστήκαν(ε) |
θα καταυγαστούν(ε) | να καταυγαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω καταυγαστεί | είχα καταυγαστεί | θα έχω καταυγαστεί | να έχω καταυγαστεί | καταυγασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις καταυγαστεί | είχες καταυγαστεί | θα έχεις καταυγαστεί | να έχεις καταυγαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει καταυγαστεί | είχε καταυγαστεί | θα έχει καταυγαστεί | να έχει καταυγαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε καταυγαστεί | είχαμε καταυγαστεί | θα έχουμε καταυγαστεί | να έχουμε καταυγαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε καταυγαστεί | είχατε καταυγαστεί | θα έχετε καταυγαστεί | να έχετε καταυγαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν καταυγαστεί | είχαν καταυγαστεί | θα έχουν καταυγαστεί | να έχουν καταυγαστεί | ||
Μεταφράσεις
καταυγάζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.