χαραυγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χαραυγή | οι | χαραυγές |
| γενική | της | χαραυγής | των | χαραυγών |
| αιτιατική | τη | χαραυγή | τις | χαραυγές |
| κλητική | χαραυγή | χαραυγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία

η χαραυγή (1)
Προφορά
- ΔΦΑ : /xa.ɾavˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ραυ‐γή
Συνώνυμα
Συγγενικά
- Χαραυγή (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- χαραυγή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.