φωταύγεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωταύγεια οι φωταύγειες
      γενική της φωταύγειας των φωταυγειών
    αιτιατική τη φωταύγεια τις φωταύγειες
     κλητική φωταύγεια φωταύγειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωταύγεια < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φωταύγεια[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /foˈta.vʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φωταύγεια

Ουσιαστικό

φωταύγεια θηλυκό

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

φωταύγεια < ελληνιστική κοινή φωταυγής[1]

Ουσιαστικό

φωταύγεια, -ας θηλυκό

Κλιτικοί τύποι

  • φωταυγείας (γενική ενικού)

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.