αυγάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυγάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὐγάζω < αὐγή
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈvɣa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐γά‐ζω
Συγγενικά
- ανταυγάζω
- απαυγάζω, απαυγασμένος
- αύγασμα
- καταυγάζω, καταυγάζομαι, καταυγασμένος
- περιαυγάζω, περιαυγάζομαι
- περιαύγαση
→ και δείτε τη λέξη αυγή
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυγάζω | αύγαζα | θα αυγάζω | να αυγάζω | αυγάζοντας | |
| β' ενικ. | αυγάζεις | αύγαζες | θα αυγάζεις | να αυγάζεις | αύγαζε | |
| γ' ενικ. | αυγάζει | αύγαζε | θα αυγάζει | να αυγάζει | ||
| α' πληθ. | αυγάζουμε | αυγάζαμε | θα αυγάζουμε | να αυγάζουμε | ||
| β' πληθ. | αυγάζετε | αυγάζατε | θα αυγάζετε | να αυγάζετε | αυγάζετε | |
| γ' πληθ. | αυγάζουν(ε) | αύγαζαν αυγάζαν(ε) |
θα αυγάζουν(ε) | να αυγάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αύγασα | θα αυγάσω | να αυγάσω | αυγάσει | ||
| β' ενικ. | αύγασες | θα αυγάσεις | να αυγάσεις | αύγασε | ||
| γ' ενικ. | αύγασε | θα αυγάσει | να αυγάσει | |||
| α' πληθ. | αυγάσαμε | θα αυγάσουμε | να αυγάσουμε | |||
| β' πληθ. | αυγάσατε | θα αυγάσετε | να αυγάσετε | αυγάστε | ||
| γ' πληθ. | αύγασαν αυγάσαν(ε) |
θα αυγάσουν(ε) | να αυγάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αυγάσει | είχα αυγάσει | θα έχω αυγάσει | να έχω αυγάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αυγάσει | είχες αυγάσει | θα έχεις αυγάσει | να έχεις αυγάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αυγάσει | είχε αυγάσει | θα έχει αυγάσει | να έχει αυγάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυγάσει | είχαμε αυγάσει | θα έχουμε αυγάσει | να έχουμε αυγάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αυγάσει | είχατε αυγάσει | θα έχετε αυγάσει | να έχετε αυγάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυγάσει | είχαν αυγάσει | θα έχουν αυγάσει | να έχουν αυγάσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυγάζομαι | αυγαζόμουν(α) | θα αυγάζομαι | να αυγάζομαι | ||
| β' ενικ. | αυγάζεσαι | αυγαζόσουν(α) | θα αυγάζεσαι | να αυγάζεσαι | ||
| γ' ενικ. | αυγάζεται | αυγαζόταν(ε) | θα αυγάζεται | να αυγάζεται | ||
| α' πληθ. | αυγαζόμαστε | αυγαζόμαστε αυγαζόμασταν |
θα αυγαζόμαστε | να αυγαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | αυγάζεστε | αυγαζόσαστε αυγαζόσασταν |
θα αυγάζεστε | να αυγάζεστε | (αυγάζεστε) | |
| γ' πληθ. | αυγάζονται | αυγάζονταν αυγαζόντουσαν |
θα αυγάζονται | να αυγάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυγάστηκα | θα αυγαστώ | να αυγαστώ | αυγαστεί | ||
| β' ενικ. | αυγάστηκες | θα αυγαστείς | να αυγαστείς | αυγάσου | ||
| γ' ενικ. | αυγάστηκε | θα αυγαστεί | να αυγαστεί | |||
| α' πληθ. | αυγαστήκαμε | θα αυγαστούμε | να αυγαστούμε | |||
| β' πληθ. | αυγαστήκατε | θα αυγαστείτε | να αυγαστείτε | αυγαστείτε | ||
| γ' πληθ. | αυγάστηκαν αυγαστήκαν(ε) |
θα αυγαστούν(ε) | να αυγαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αυγαστεί | είχα αυγαστεί | θα έχω αυγαστεί | να έχω αυγαστεί | ||
| β' ενικ. | έχεις αυγαστεί | είχες αυγαστεί | θα έχεις αυγαστεί | να έχεις αυγαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αυγαστεί | είχε αυγαστεί | θα έχει αυγαστεί | να έχει αυγαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυγαστεί | είχαμε αυγαστεί | θα έχουμε αυγαστεί | να έχουμε αυγαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αυγαστεί | είχατε αυγαστεί | θα έχετε αυγαστεί | να έχετε αυγαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυγαστεί | είχαν αυγαστεί | θα έχουν αυγαστεί | να έχουν αυγαστεί | ||
Μεταφράσεις
αυγάζω
|
|
Αναφορές
- αυγάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- λήγουν σε -αυγάζω - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- λήγουν σε -αυγάζομαι - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.