αυγίτης
Νέα ελληνικά (el)

αυγίτης
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αυγίτης | οι | αυγίτες |
| γενική | του | αυγίτη | των | αυγιτών |
| αιτιατική | τον | αυγίτη | τους | αυγίτες |
| κλητική | αυγίτη | αυγίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυγίτης < ελληνιστική κοινή αὐγίτης
Ουσιαστικό
αυγίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) είδος πρασινωπού ή μαυριδερού ορυκτού κρυστάλλου (Ca(Mg,Fe,Al)(Al,Si)2O6)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.