ἠώς

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

ἠώς < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ἠώς θηλυκό

  1. το πρωί
    (συνεκδοχικά) η ημέρα
  2. η ανατολή

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.