κονταυγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κονταυγή | οι | κονταυγές |
| γενική | της | κονταυγής | των | κονταυγών |
| αιτιατική | την | κονταυγή | τις | κονταυγές |
| κλητική | κονταυγή | κονταυγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κονταυγή θηλυκό
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
κονταυγή
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.