ηλεκτροφωταύγεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηλεκτροφωταύγεια οι ηλεκτροφωταύγειες
      γενική της ηλεκτροφωταύγειας των ηλεκτροφωταυγειών
    αιτιατική την ηλεκτροφωταύγεια τις ηλεκτροφωταύγειες
     κλητική ηλεκτροφωταύγεια ηλεκτροφωταύγειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηλεκτροφωταύγεια < ηλεκτρο- + φωταύγεια

Ουσιαστικό

ηλεκτροφωταύγεια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.