απαύγασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απαύγασμα τα απαυγάσματα
      γενική του απαυγάσματος των απαυγασμάτων
    αιτιατική το απαύγασμα τα απαυγάσματα
     κλητική απαύγασμα απαυγάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απαύγασμα < ελληνιστική κοινή ἀπαύγασμα < ἀπαυγάζω < αρχαία ελληνική ἀπό + αὐγάζω < αὐγή

Ουσιαστικό

απαύγασμα ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) λάμψη, ακτινοβολία
    το απαύγασμα της σοφίας
  2. (μεταφορικά) συμπέρασμα, αποτέλεσμα, πόρισμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.