τηλαυγής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τηλαυγής η τηλαυγής το τηλαυγές
      γενική του τηλαυγούς* της τηλαυγούς του τηλαυγούς
    αιτιατική τον τηλαυγή την τηλαυγή το τηλαυγές
     κλητική τηλαυγή(ς) τηλαυγής τηλαυγές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τηλαυγείς οι τηλαυγείς τα τηλαυγή
      γενική των τηλαυγών των τηλαυγών των τηλαυγών
    αιτιατική τους τηλαυγείς τις τηλαυγείς τα τηλαυγή
     κλητική τηλαυγείς τηλαυγείς τηλαυγή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τηλαυγής < ΕΤΥΜ.αρχ.<τηλ(ε)+αυγής<αυγή, πβ.κ.λυκ-αυγής

Επίθετο

τηλαυγής, -ής, -ές

Πολυλεκτικοί όροι

  • φάρος τηλαυγής

Μεταφράσεις

Πηγές


Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / τηλαυγής τὸ τηλαυγές
      γενική τοῦ/τῆς τηλαυγοῦς τοῦ τηλαυγοῦς
      δοτική τῷ/τῇ τηλαυγεῖ τῷ τηλαυγεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν τηλαυγ τὸ τηλαυγές
     κλητική ! τηλαυγές τηλαυγές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ τηλαυγεῖς τὰ τηλαυγ
      γενική τῶν τηλαυγῶν τῶν τηλαυγῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς τηλαυγέσ(ν) τοῖς τηλαυγέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς τηλαυγεῖς τὰ τηλαυγ
     κλητική ! τηλαυγεῖς τηλαυγ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τηλαυγεῖ τὼ τηλαυγεῖ
      γεν-δοτ τοῖν τηλαυγοῖν τοῖν τηλαυγοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τηλαυγής< λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

τηλαυγής, -ής, -ές, συγκριτικός:τηλαυγέστερος

  1. αυτός που ακτινοβολεί από μακριά, αυτός που λάμπει από μακριά
      6ος/5ος πκε αιώνας Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 6. Ἁγησίᾳ Συρακοσίῳ ἀπήνῃ, 4 (6.3-6.4)
    ἀρχομένου δ᾽ ἔργου πρόσωπον | χρὴ θέμεν τηλαυγές.
    πρόσοψη που να λάμπει από μακριά | πρέπει να θέσουμε στο έργο που έχει αρχίσει.
    Μετάφραση (2004), Γιάννης Οικονομίδης, @greeklanguage.gr
  2. αυτός που φαίνεται από μακριά

Συγγενικά

  • τηλαύγεια
  • τηλαυγέω
  • τηλαύγημα
  • τηλαύγησις
  • τηλαυγῶς (επίρρημα)
  •  και δείτε τη λέξη αὐγή

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.