τηλαυγής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τηλαυγής | η | τηλαυγής | το | τηλαυγές |
| γενική | του | τηλαυγούς* | της | τηλαυγούς | του | τηλαυγούς |
| αιτιατική | τον | τηλαυγή | την | τηλαυγή | το | τηλαυγές |
| κλητική | τηλαυγή(ς) | τηλαυγής | τηλαυγές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τηλαυγείς | οι | τηλαυγείς | τα | τηλαυγή |
| γενική | των | τηλαυγών | των | τηλαυγών | των | τηλαυγών |
| αιτιατική | τους | τηλαυγείς | τις | τηλαυγείς | τα | τηλαυγή |
| κλητική | τηλαυγείς | τηλαυγείς | τηλαυγή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τηλαυγής < ΕΤΥΜ.αρχ.<τηλ(ε)+αυγής<αυγή, πβ.κ.λυκ-αυγής
Πολυλεκτικοί όροι
- φάρος τηλαυγής
Μεταφράσεις
τηλαυγής
|
|
Πηγές
- τηλαυγής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τηλαυγής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | τηλαυγής | τὸ | τηλαυγές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | τηλαυγοῦς | τοῦ | τηλαυγοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | τηλαυγεῖ | τῷ | τηλαυγεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | τηλαυγῆ | τὸ | τηλαυγές | ||
| κλητική ὦ! | τηλαυγές | τηλαυγές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | τηλαυγεῖς | τὰ | τηλαυγῆ | ||
| γενική | τῶν | τηλαυγῶν | τῶν | τηλαυγῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | τηλαυγέσῐ(ν) | τοῖς | τηλαυγέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | τηλαυγεῖς | τὰ | τηλαυγῆ | ||
| κλητική ὦ! | τηλαυγεῖς | τηλαυγῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τηλαυγεῖ | τὼ | τηλαυγεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τηλαυγοῖν | τοῖν | τηλαυγοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τηλαυγής< → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
τηλαυγής, -ής, -ές, συγκριτικός :τηλαυγέστερος
Πηγές
- τηλαυγής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τηλαυγής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.