χρυσαυγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χρυσαυγή | οι | χρυσαυγές |
| γενική | της | χρυσαυγής | των | χρυσαυγών |
| αιτιατική | τη | χρυσαυγή | τις | χρυσαυγές |
| κλητική | χρυσαυγή | χρυσαυγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χρυσαυγή < χρυσός και αυγή ή ίσως από το (ελληνιστική κοινή) χρυσαυγής
Ουσιαστικό
χρυσαυγή θηλυκό
- το χάραμα, όταν αρχίζει ο ουρανός να παίρνει λαμπερό κίτρινο, χρυσαφένιο χρώμα
Μεταφράσεις
χρυσαυγή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.