αυγερινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυγερινός η αυγερινή το αυγερινό
      γενική του αυγερινού της αυγερινής του αυγερινού
    αιτιατική τον αυγερινό την αυγερινή το αυγερινό
     κλητική αυγερινέ αυγερινή αυγερινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυγερινοί οι αυγερινές τα αυγερινά
      γενική των αυγερινών των αυγερινών των αυγερινών
    αιτιατική τους αυγερινούς τις αυγερινές τα αυγερινά
     κλητική αυγερινοί αυγερινές αυγερινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αυγερινός < μεσαιωνική ελληνική αυγερινός < αυγή

Επίθετο

αυγερινός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.