λευκαύγεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λευκαύγεια οι λευκαύγειες
      γενική της λευκαύγειας των λευκαυγειών
    αιτιατική τη λευκαύγεια τις λευκαύγειες
     κλητική λευκαύγεια λευκαύγειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λευκαύγεια < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

λευκαύγεια θηλυκό

  • ο λόγος της ανακλώμενης προς την προσπίπουσα ακτινοβολία σε μία επιφάνεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.