aube

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

  1. aube < λατινική alba, θηλυκό του albus, λευκός
  2. aube < λατινική alba
  3. aube < alve < λατινική alapa, μπάτσος

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
aube aubes

aube (fr) θηλυκό

  1. η χαραυγή, η αυγή, το ξημέρωμα, το χάραμα
  2. (μεταφορικά, λόγιο) αρχή, ξεκίνημα

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
aube aubes

aube (fr) θηλυκό

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
aube aubes

aube (fr) θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.