περιαυγάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

περιαυγάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιαυγάζω (φωτίζω τριγύρω) < περι- + αρχαία ελληνική αὐγάζω (αυγάζω)

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.ɾi.aˈvɣa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περιαυγάζω

Ρήμα

περιαυγάζω, αόρ.: περιαύγασα, παθ.φωνή: περιαυγάζομαι (ελλειπτικό ρήμα στην παθητική φωνή)

  1. (λόγιο, αμετάβατο) φωτίζω με έντονο φωτός μετάλη έκταση
    αστραπές / πυροτεχνήματα περιαυγάζουν τον ουρανό
     συνώνυμα: φωτίζω  δείτε και τη λέξη φωταγωγώ
  2. (λόγιο, μεταβατικό, μεταφορικά) κάνω κάτι ένδοξο (συνήθως εκκλησιαστικός όρος)
    το Θείο Φως περιαυγάζει τις ψυχές
    Η ακαδημαϊκή του πορεία περιαυγάζεται από τη μεγάλη του συμβολή στην έρευνα.
     συνώνυμα: λαμπρύνω, δοξάζω
     αντώνυμα: αμαυρώνω

Ταυτόσημο

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις περί και αυγή

Κλίση

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. περιαυγάζομαι περιαυγαζόμουν(α) θα περιαυγάζομαι να περιαυγάζομαι
β' ενικ. περιαυγάζεσαι περιαυγαζόσουν(α) θα περιαυγάζεσαι να περιαυγάζεσαι
γ' ενικ. περιαυγάζεται περιαυγαζόταν(ε) θα περιαυγάζεται να περιαυγάζεται
α' πληθ. περιαυγαζόμαστε περιαυγαζόμαστε
περιαυγαζόμασταν
θα περιαυγαζόμαστε να περιαυγαζόμαστε
β' πληθ. περιαυγάζεστε περιαυγαζόσαστε
περιαυγαζόσασταν
θα περιαυγάζεστε να περιαυγάζεστε περιαυγάζεστε
γ' πληθ. περιαυγάζονται περιαυγάζονταν
περιαυγαζόντουσαν
θα περιαυγάζονται να περιαυγάζονται

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

περιαυγάζω (ελληνιστική κοινή) < περι- + αρχαία ελληνική αὐγάζω

Ρήμα

περιαυγάζω (ελληνιστική κοινή)

Παράγωγα

  • περιαύγασμα
  • περιαυγασμός

Συγγενικά

  • περιαύγεια
  • περιαυγέω, περιαυγέομαι
  • περιαυγή
  • περιαυγής
  • περίαυγος

 και δείτε τις λέξεις περί και αὐγή

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.