αστυνόμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αστυνόμος οι αστυνόμοι
      γενική του/της αστυνόμου των αστυνόμων
    αιτιατική τον/την αστυνόμο τους/τις αστυνόμους
     κλητική αστυνόμε αστυνόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αστυνόμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀστυνόμος < ἄστυ + -νόμος (νέμω)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.stiˈno.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αστυνόμος

Ουσιαστικό

αστυνόμος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (γενικότερα, επάγγελμα) συνώνυμο του αστυνομικός
  2. (ειδικότερα, βαθμός αστυνομίας) αξιωματικός της αστυνομίας με βαθμό αντίστοιχο αυτού του λοχαγού για το στρατό ξηράς, ανώτερος του υπαστυνόμου και κατώτερος του αστυνομικού υποδιευθυντή
  3. (ιστορία) αρχαίος πολίτης ρυθμιστής-αξιωματούχος υπεύθυνος για τους οδοκαθαριστές, κοπροφόρους, φρεατιοκαθαριστές της Αθήνας (μη πολίτες)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.