αστυνομικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αστυνομικός οι αστυνομικοί
      γενική του αστυνομικού των αστυνομικών
    αιτιατική τον αστυνομικό τους αστυνομικούς
     κλητική αστυνομικέ αστυνομικοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αστυνομικός < αρχαία ελληνική ἀστυνομικός
αστυνομικός στη Γαλλία

Ουσιαστικό

αστυνομικός αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό: και αστυνομικίνα)

  • (επάγγελμα) άνδρας ή γυναίκα μέλος της αστυνομίας, ένστολος επιφορτισμένος με το έργο της τήρησης της τάξης

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστυνομικός η αστυνομική το αστυνομικό
      γενική του αστυνομικού της αστυνομικής του αστυνομικού
    αιτιατική τον αστυνομικό την αστυνομική το αστυνομικό
     κλητική αστυνομικέ αστυνομική αστυνομικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστυνομικοί οι αστυνομικές τα αστυνομικά
      γενική των αστυνομικών των αστυνομικών των αστυνομικών
    αιτιατική τους αστυνομικούς τις αστυνομικές τα αστυνομικά
     κλητική αστυνομικοί αστυνομικές αστυνομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο

αστυνομικός, -ή, -ό

αστυνομικό τμήμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.