αστυνομικογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | αστυνομικογράφος | οι | αστυνομικογράφοι |
| γενική | του/της | αστυνομικογράφου | των | αστυνομικογράφων |
| αιτιατική | τον/την | αστυνομικογράφο | τους/τις | αστυνομικογράφους |
| κλητική | αστυνομικογράφε | αστυνομικογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αστυνομικογράφος < αστυνομικός + -ο- + -γράφος
Ουσιαστικό
αστυνομικογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) δημοσιογράφος που καλύπτει το αστυνομικό ρεπορτάζ
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.