ἄστυ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀστῠ- ἀστε-
ονομαστική τὸ ἄστῠ τὰ ἄστη - ἄστε
      γενική τοῦ ἄστεως τῶν ἄστεων
      δοτική τῷ ἄστει τοῖς ἄστεσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἄστῠ τὰ ἄστη - ἄστε
     κλητική ! ἄστῠ ἄστη - ἄστε
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄστει
γεν-δοτ τοῖν  ἀστέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄστυ' όπως «ἄστυ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἄστυ < ϝάστυ  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   μυκηναϊκό

Ουσιαστικό

ἄστυ ουδέτερο

  • άστυ, το κεντρικό μέρος της πόλης-κράτους με τις κατοικίες, την αγορά και τα δημόσια κτήρια

Συγγενικά

  • ἀστεῖος
  • ἀστικός
  • ἀστίτης
  • ἀστός
  • ἄστυδε
  • ἄστυρον

Σύνθετα

  • ἀστυάναξ
  • ἀστύαρχος
  • ἀστυβοώτης
  • ἀστυγειτνιάω
  • ἀστυγείτων
  • ἀστυδίκης
  • ἀστυδρομέομαι
  • ἀστύθεμις
  • ἀστύνικος
  • ἀστυνόμος
  • ἀστύξενοι
  • ἀστυόχος
  • ἀστυπολέω
  • ἀστύτριψ
  • ἀστυφέλικτος
  • ἀστύφελος
  • ὅμαστος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.