αστυνομικίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αστυνομικίνα | οι | αστυνομικίνες |
| γενική | της | αστυνομικίνας | των | αστυνομικίνων |
| αιτιατική | την | αστυνομικίνα | τις | αστυνομικίνες |
| κλητική | αστυνομικίνα | αστυνομικίνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αστυνομικίνα < αστυνομικός + κατάληξη θηλυκού -ίνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.