ἀστυνόμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- ἀστυνόμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ἀστυνόμος, -ος, -ον
- αυτός που προστατεύει την πόλη
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 88 (88-91)
- πάντων δὲ θεῶν τῶν ἀστυνόμων, | ὑπάτων, χθονίων, | τῶν τε θυραίων τῶν τ᾽ ἀγοραίων, | βωμοὶ δώροισι φλέγονται·
- Κι οι βωμοί των θεών όλων της πόλης μας, | τ᾽ ουρανού και της γης | και σπιτιών κι αγοράς, | απ᾽ τα δώρα σου καίνε;
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- πάντων δὲ θεῶν τῶν ἀστυνόμων, | ὑπάτων, χθονίων, | τῶν τε θυραίων τῶν τ᾽ ἀγοραίων, | βωμοὶ δώροισι φλέγονται·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 88 (88-91)
- αυτός που αφορά στη διαχείριση των νόμων κοινωνικής συμβίωσης σε μία πόλη
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 354 (353-355)
- καὶ φθέγμα καὶ ἀνεμόεν | φρόνημα καὶ ἀστυνόμους | ὀργὰς ἐδιδάξατο
- Και τη λαλιά, και τη σκέψη, σαν πνοή τ᾽ ανέμου | και τις αγορές για προστασία της πολιτείας | μόνος του τα έμαθε,
- Μετάφραση (1912): Κωνσταντίνος Χρηστομάνος @greek‑language.gr
- Και γλώσσα και νόηση ανεμόφερτη | και την καλή μες σε πόλεις κυβέρνια του | έμαθε να ᾽χει·
- Μετάφραση (1942): Ιωάννης Γρυπάρης @greek‑language.gr
- Και τη λαλιά, και τη σκέψη, σαν πνοή τ᾽ ανέμου | και τις αγορές για προστασία της πολιτείας | μόνος του τα έμαθε,
- καὶ φθέγμα καὶ ἀνεμόεν | φρόνημα καὶ ἀστυνόμους | ὀργὰς ἐδιδάξατο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 354 (353-355)
- δημόσιος (π.χ. γιορτή)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘Πίνδαρος, Νεμεονίκαις, ΧΡΟΜΙῼ ΑΙΤΝΑΙῼ ΑΡΜΑΤΙ, 9.32-9.33 @scaife.perseus
- Ζεῦ πάτερ, ἀγλαΐαισιν δ' ἀστυνόμοις ἐπιμῖξαι | λαόν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘Πίνδαρος, Νεμεονίκαις, ΧΡΟΜΙῼ ΑΙΤΝΑΙῼ ΑΡΜΑΤΙ, 9.32-9.33 @scaife.perseus
Ουσιαστικό
ἀστυνόμος αρσενικό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἀστυνομέω
Πηγές
- ἀστυνόμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀστυνόμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.